τριτήμορον

τριτήμορον
τρῐτήμορ-ον, τό,
A = τριτημόριον 2, Philem.63,74.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τριτήμορον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριτήμορον — τὸ, Α το τριτημόριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + μόρος] …   Dictionary of Greek

  • τριτημόρου — τριτήμορον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριτημορίς — ίδος, ἡ, Α το τριτημόριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριτήμορον + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. τεταρτη μορ ίς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”